συσσωματώνω — συσσωμάτωσα, συσσωματώθηκα, συσσωματωμένος 1. ενώνω στενά σε ένα σώμα. 2. ενώνω ανθρώπους σε στενή συνεργασία για κάποιο σκοπό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνενώνω — συνενῶ, όω, ΝΜΑ [ἑνῶ, ώνω] ενώνω, συνδέω, συνάπτω νεοελλ. 1. οδηγώ σε κοινή δράση ή διάθεση, οδηγώ σε ένωση («τα κόμματα τής αντιπολίτευσης συνενώθηκαν κατά τής κυβέρνησης στο θέμα αυτό») 2. συσσωματώνω, συγκροτώ αρχ. (στη γραμματική) σχηματίζω… … Dictionary of Greek
συσσωμάτωμα — το, Ν 1. πυκνή ένωση σε ένα σώμα 2. (εδαφολ.) στοιχειώδες σύνολο μεταξύ τών ορυκτών σωματιδίων τού εδάφους και τής κολλοειδούς φάσης, το οποίο χαρακτηρίζει, σε μακροσκοπική κλίμακα, τη δομή τού εδάφους 3. (κρυσταλλ.) διατεταγμένο σύνολο μικρού… … Dictionary of Greek
συσσωμάτωση — Ο τρόπος με τον οποίο τα σωματίδια που συνιστούν την ύλη είναι συναθροισμένα μεταξύ τους. Οι παράγοντες που προκαλούν τις διάφορες συσσωματώσεις και απ’ αυτές τις φυσικές ιδιότητες των σωμάτων (ελαστικότητα, συγκολλητικότητα, σκληρότητα, ιξώδες… … Dictionary of Greek
συσσωματικός — ή, ό, Ν [συσσωματώνω] αυτός που αναφέρεται στη συσσωμάτωση … Dictionary of Greek